- λιπόφθογγος
- λῐπό-φθογγος, ον,A = λιπόθροος, Nonn.D.26.288.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόφθογγος — λιπόφθογγος, ον (Α) αυτός που τού λείπει η ομιλία, άφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + φθόγγος] … Dictionary of Greek
λιποφθόγγοιο — λιπόφθογγος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποφθόγγων — λιπόφθογγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek